Γόνος
ευσεβέστατης αρχοντικής οικογένιας της Ζακύνθου, ανατράφηκε
απ΄ αυτή με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι γρήγορα διακρίθηκε
στα γράμματα και την αρετή. Νωρίς, μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε
με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να
συντρέχει στην ανακούφιση τών φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός
στη βασιλική Μονή τών Στροφάδων, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία,
την εγκράτεια και την μελέτη τών Γραφών. Έπειτα πήγε στην Αθήνα,
για να βρεί καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα.
Αλλ΄ ο τότε αρχιερέας τών Αθηνών, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό
του κήρηγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο
Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης.
Τα ποιμαντικά του καθήκοντα επετέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε
διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη
του είχε διαδοθεί παντού, αλλ΄ αυτός παρέμεινε απλός και ταπεινός.
Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παρειτήθηκε. Γύρισε
στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά
αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευσε
και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.
Ήταν τόση η αγάπη που είχε, ώστε προστάτεψε ακόμα και τον φονιά
του αδελφού του. Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου
1624. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό
του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφορο. Έτσι παραμένει μέχρι σήμερα,
και η Ζάκυνθος τιμά και πανηγυρίζει τον Άγιο, σαν προστάτη και
πολιούχο της.