Ήταν
ευγενής πλούσιος και φιλόσοφος από την Καρχηδόνα της Λιβύης,
στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου. Στην Αντιόχεια, εξασκούσε
άριστα τη μαγική τέχνη. Κάποτε όμως, ένας ειδωλολάτρης, ο Αγλαΐδας
ερωτεύθηκε μία παρθένο κόρη, την Ιούστα. Αλλά επειδή η χριστιανή
κόρη δεν ανταποκρινόταν στις αματρωλές του προτάσεις, αυτός
κατέφυγε στο μάγο Κυπριανό. Αλλά μπροστά στη χριστιανική σταθερότητα
της Ιούστας, "μαγικής εμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, και της
επί φρονήσει αλαζονείας έλεγχος εφύβριστος". Οι απάτες, δηλαδή,
της μαγικής τέχνες του μάγου είχαν πέσει κάτω, ανίκανες να κάνουν
κακό στη χριστιανή κόρη. Και η αλαζονεία του Κυπριανού για τη
μαγική του σοφία αποδείχθηκε γελοία. Τότε, μπροστά στον επίσκοπο
¶νθιμο, έκαψε τα μαγικά του βιβλία και βαπτίσθηκε χριστιανός.
Κατόπιν, έγινε ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καρχηδόνας. Τη
δε Ιούστα χειροτόνησε διακόνισσα και την μετονόμασε σε Ιουστίνη.
Στη διακονία της Εκκλησίας, ο Κυπριανός έδειξε μεγάλο αποστολικό
ζήλο και γι’ αυτό εξορίστηκε από το Δέκιο, μαζί με την Ιουστίνη,
στη Νικομήδεια. Εκεί ο ηγεμόνας Κλαύδιος αποκεφάλισε τον Κυπριανό
και την Ιουστίνη. Τα τίμια λείψανά τους οι χριστιανοί τα μετάφεραν
στη Ρώμη και τα έθαψαν με τιμές στον επισημότερο λόφο της πόλης.