Μαρτύρησαν
στο διωγμό κατά της Εκκλησίας, επί Διοκλητιανού. Ο Πρόβος
ήταν από την Παμφυλία, ο Ανδρονίκος από την Έφεσο και ο Τάραχος
από την Ιλλυρία. Και οι τρείς ήταν πραγματικά ευσεβέστατοι
και άρτια καταρτισμένοι στην Αγία Γραφή. Συνελήφθησαν από
τον έπαρχο της Ταρσού Μαξέντιο, τον καιρό που βρίσκονταν στην
έρημο. Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκαν μπροστά του, και οι τρείς
θαρραλέοι στρατιώτες Χριστού έδωσαν γενναίες απαντήσεις. Πρώτος
ο γέρων Τάραχος είπε: "Μή βλέπεις, βασιλιά, τα γηρατεία μου.
Οι σωματικές μου δυνάμεις μπορεί να υποχώρησαν, αλλ΄ η ακμή
της ψυχής παραμένει ακέραια. Γι΄ αυτό, όλα τα βάσανα και μύριοι
δε θα κατασχύνουν και τον πιό μικρό στρατιώτη του Χριστού".
Έπειτα, με τη σειρά του ο Πρόβος, είπε και αυτός: "Χριστιανός
είμαι και τίποτα δε με τραβά τόσο, όσο να πάθω για το Χριστό
μύρια βάσανα και να χύσω το αίμα μου γι΄ Αυτόν". Τέλος, γενναία
ήταν και η απάντηση του Ανδρονίκου: "Μεταχειρισθείτε, είπε,
όσα μαρτύρια θέλετε. Το αίμα μου όλο μπορεί να φύγει, αλλ΄
η καρτερία απ΄ τον Ανδρόνικο δε θα λήψει, έστω και άν κοβόταν
μύρια τεμάχια". Κεραυνοβολημένος από τις απαντήσεις ο Μαξέντιος,
διέταξε να γδάρουν το κεφάλι του Ταράχου και να βγάλουν τα
μάτια τών άλλων δύο. Τέλος, μη ανεχόμενος τέτοια ταπείνωση,
τους αποκεφάλισε.